μαμμικός

μαμμικός
(I)
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή
2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική
η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο].
————————
(II)
μαμμικός, -ή, -όν (Α) [μάμμη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα, μητρικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γιαγιά, στη μάμμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαμμικόν — μαμμικός of a grandmother masc acc sg μαμμικός of a grandmother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”